Ανακοινώσεις παρατάξεων

Τι σημαίνουν τα μέτρα “ποσοτικής χαλάρωσης” για τα ευρωπαϊκά μονοπώλια

ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

Τι σημαίνουν τα μέτρα «ποσοτικής χαλάρωσης» για τα ευρωπαϊκά μονοπώλια

 

Οι ρυθμοί κόπωσης ακόμη και υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας, η ραγδαία και συνεχιζόμενη κατρακύλα των νέων επενδύσεων, σε συνδυασμό με τη μαζική υποχώρηση της κατανάλωσης, της υψηλής ανεργίας, ιδιαίτερα στους νέους, είναι ορισμένα από τα φαινόμενα που χαρακτηρίζουν τις οικονομίες των κρατών της Ευρωζώνης. Πρόκειται για ζητήματα, που «πονοκεφαλιάζουν» την Κομισιόν, τις κυβερνήσεις, το κεφάλαιο. Και όχι, βέβαια, από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων, αλλά, αντίθετα, από τη σκοπιά του μείγματος διαχείρισης σε όφελος των επιχειρηματικών ομίλων. Στρατηγικό ζήτημα για το κεφάλαιο είναι η διαρκής ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στη διαπάλη για την απόσπαση μεριδίων στη διεθνή αγορά έναντι των ανταγωνιστών τους και επιχειρηματικών κερδών. Ταυτόχρονα, εκδηλώνονται αυξημένες αβεβαιότητες και κίνδυνοι ακόμη και για το ενδεχόμενο νέου κύκλου οικονομικής κρίσης, χωρίς καν να έχουν εξαλειφθεί τα σημάδια της προηγούμενης, τα οποία μάλιστα παραμένουν ορατά ακόμη και στο σκληρό πυρήνα των ισχυρών κρατών της Ευρωζώνης. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το ΔΝΤ, έχει πρωτοστατήσει στις προτάσεις χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής και για το λόγο ότι η κόπωση στην Ευρωζώνη έχει σημαντική αντανάκλαση και στα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα και συνολικά στην παγκόσμια οικονομία.

 

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει την ευθύνη χάραξης της νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη. «Φροντίζει» για την αναγκαία, κάθε φορά, ποσότητα του χρήματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία, έχει τη δυνατότητα να ανεβοκατεβάζει τα επιτόκια (το κόστος του χρήματος), να διοχετεύει ή και να αποσύρει ρευστότητα από το τραπεζικό σύστημα, το οποίο, με τη σειρά του, αποτελεί τον ενδιάμεσο κρίκο για τη μετακύλιση της νομισματικής πολιτικής στη συνολική οικονομική δραστηριότητα. Για τα παραπάνω, η ΕΚΤ έχει στη διάθεσή της διάφορα «εργαλεία» και τρόπους, το καθένα από αυτά με ειδική σημασία και χρήση, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στην καπιταλιστική οικονομία. Σε κάθε περίπτωση, η νομισματική πολιτική δεν αποτελεί ούτε και θα μπορούσε να αποτελέσει τον κινητήριο μοχλό της παραγωγικής δραστηριότητας και της καπιταλιστικής οικονομίας. Απλά είναι ένα ακόμη υποβοηθητικό εργαλείο στα χέρια των καπιταλιστών, σε τελική ανάλυση μια απλή «ασπιρίνη», στο εκμεταλλευτικό σύστημα που δεν παίρνει από γιατριά. Σήμερα στην Ευρωζώνη, καταγράφεται υποχώρηση του επίσημου πληθωρισμού (σε ετήσια βάση), μια εξέλιξη που σχετίζεται με τη μείωση των επενδύσεων, τη χαμηλή κατανάλωση, τα λιμνάζοντα κεφάλαια, που παραμένουν λιμνάζοντα αφού δε γίνονται επενδύσεις, τα παραγόμενα εμπορεύματα παραμένουν απούλητα στις αποθήκες, γεγονός που με τη σειρά του μειώνει και το επίπεδο της σημερινής παραγωγής. Ολα τα παραπάνω καταγράφονται σε μια σειρά από στατιστικούς δείκτες και μετρήσεις των διαφόρων υπηρεσιών της ΕΕ. Το «επιθυμητό όριο», για τον επίσημο πληθωρισμό, σύμφωνα με το κριτήριο που βάζει η ΕΚΤ είναι η αύξηση της τάξης του 2% το χρόνο. Ετσι, αν για παράδειγμα ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη ξεπερνούσε αυτά τα επίπεδα (που σημαίνει υποτίμηση της ανταλλακτικής αξίας του χρήματος), το πρόβλημα του κεφαλαίου θα ήταν το αντίστροφο από αυτό που σήμερα εμφανίζεται. Σε αυτήν την περίπτωση, η ΕΚΤ θα προχωρούσε σε αύξηση των βασικών επιτοκίων του ευρώ, άλλωστε αυτό έχει γίνει πολλές φορές στην προηγούμενη δεκαετία. Συνοδευτικά, μάλιστα, και ανάλογα με τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας, και τα συλλογικά συμφέροντα του κεφαλαίου παίρνονται και μέτρα μείωσης ρευστότητας από την οικονομία.

Οι ανταγωνισμοί του κεφαλαίου

Κατά βάση, η ΕΚΤ έχει στόχο να εξυπηρετήσει το συλλογικό συμφέρον του κεφαλαίου, στη βάση των εκτιμήσεων, των αναλύσεων και προβλέψεων της ίδιας και άλλων ιμπεριαλιστικών οργανισμών. Ενα ζήτημα, είναι το κατά πόσο οι εκτιμήσεις αυτές θα αποδειχτούν σωστές ή λαθεμένες, ζήτημα γύρω από το οποίο εκδηλώνονται οι ανταγωνισμοί των μερίδων του κεφαλαίου. Ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα είναι και το κατά πόσον το συνολικό συμφέρον του κεφαλαίου σε Ευρωζώνη και ΕΕ συμπίπτει με τα ειδικά συμφέροντα των κρατών και των κυβερνήσεων, των τμημάτων του κεφαλαίου, όλ’ αυτά που ανταγωνίζονται μεταξύ τους, γύρω από τη διαμόρφωση του κατάλληλου μείγματος της αντιλαϊκής πολιτικής. Ετσι, για παράδειγμα, κάποια τμήματα του κεφαλαίου – ακόμη και μέσα στο ίδιο κράτος – επιδιώκουν την υποτίμηση του νομίσματος σε σχέση με τα άλλα ανταγωνιστικά νομίσματα, προκειμένου να αποκτήσουν πόντους ανταγωνιστικότητας στις ξένες αγορές, όπου εξάγουν τα παραγόμενα εμπορεύματα. Αντίθετα, άλλα τμήματα του κεφαλαίου, επιδιώκουν την ενίσχυση του ευρώ. Και οι «μεν» και οι «δε», ανεξάρτητα από τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς συμφωνούν, συμπλέοντας σε στρατηγική κατεύθυνση απέναντι στους εργάτες και τα λαϊκά στρώματα.

Η ποσοτική χαλάρωση

Προεκλογικά, σηκώθηκε μπόλικος κουρνιαχτός γύρω από το λεγόμενο «πακέτο Ντράγκι» και από τα μέτρα της «ποσοτικής χαλάρωσης» που ανακοινώθηκαν ύψους πάνω από 1,1 τρισ. ευρώ. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για το δεύτερο κύμα «χαλάρωσης» σε όφελος των ευρωπαϊκών μονοπωλίων. Τον Οκτώβρη του 2014, η ΕΚΤ πήρε την απόφαση να διοχετεύσει στις τράπεζες της Ευρωζώνης ποσά εκατοντάδων δισ. ευρώ έναντι ενεχύρων (ιδιωτικά ομόλογα, τιτλοποιημένα δάνεια και άλλα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών). Παρά το γεγονός ότι τα επιτόκια διοχέτευσης ρευστότητας από την ΕΚΤ έπεσαν σε μηδενικά επίπεδα (μόλις 0,05%)τα ποσά αυτά παρέμειναν στο μεγαλύτερο μέρος τους αδιάθετα. Το γεγονός αυτό έχει την εξήγησή του, στη χαμηλή ζήτηση για νέες επενδύσεις, οι οποίες να διασφαλίζουν μπόλικα κέρδη στο κεφάλαιο. Να σημειωθεί και το γεγονός ότι τα επιτόκια αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ ήδη (Οκτώβρης 2014) διαμορφώθηκαν σεαρνητικά επίπεδα. Αυτό σημαίνει πως οι τράπεζες που θα «παρκάρουν» κεφάλαια στην ΕΚΤ, όχι μόνο δε θα κερδίσουν, αλλά αντίθετα θα χάσουν από το αρχικό κεφάλαιο. Και το συγκεκριμένο μέτρο αποσκοπεί στη διοχέτευση της «πλεονάζουσας ρευστότητας», δηλαδή των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων που λιμνάζουν, στην παραγωγή.

Στη συνέχεια, διαπιστώθηκε ότι το πρώτο κύμα της «χαλάρωσης» δεν απέδωσε, τα ποσά παρέμειναν αδιάθετα, ο «αποπληθωρισμός» συνεχίστηκε και μάλιστα με ακόμη μεγαλύτερη ένταση. Σε αυτό το πλαίσιο και εν μέσω των ανταγωνισμών του κεφαλαίου αποφασίστηκε και δεύτερο «πακέτο χαλάρωσης», που θα αρχίσει να «τρέχει» από το Μάρτη. Το νέο στοιχείο είναι η αποδοχή και των κρατικών ομολόγων ως ενεχύρων έναντι των οποίων θα χορηγούνται τα μηδενικού κόστους κεφάλαια που θα ζητηθούν. Ενα ακόμη σημαντικό στοιχείο είναι οι τεχνικές επιμερισμού των κινδύνων ανάμεσα στην ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, στις οποίες θα φορτωθεί το 80% της χασούρας που τυχόν θα προκύψει την οποία θα πληρώσει ο λαός. Ετσι, για παράδειγμα, σε περίπτωση «κουρέματος» του ελληνικού κρατικού χρέους, η χασούρα από τις κατατεθειμένες εγγυήσεις θα φορτωνόταν στην Τράπεζα της Ελλάδας, δηλαδή απευθείας στις πλάτες του ελληνικού λαού.

Μείγματα αντιλαϊκής πολιτικής

Την ίδια ώρα, ο επικεφαλής της ΕΚΤ, Μ. Ντράγκι, για μια ακόμη φορά, διευκρίνιζε πως η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζικών ομίλων έχει όρο και προϋπόθεση την υπαγωγή της Ελλάδας σε συγκεκριμένο «πρόγραμμα», όπως, για παράδειγμα, το τρέχον μνημόνιο.

Στο πλαίσιο παρουσίασης του προγράμματος νομισματικής χαλάρωσης, ο Μ. Ντράγκι εστίασε στην «αποφασιστική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και εργασίας», καθώς επίσης και στις δράσεις για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος». Αναδιαρθρώσεις, για την αύξηση του ποσοστού κέρδους των επιχειρήσεων σημαίνουν αυτά. Επομένως, απαιτούν παραπέρα μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, παραπέρα απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, δηλαδή κατάργηση κάθε προστασίας των εργαζομένων, ενίσχυση ιδιωτικοποιήσεων, δηλαδή αντεργατικά μέτρα πολλά από τα οποία έχουν ήδη θεσμοθετηθεί και θα αρχίσουν να εφαρμόζονται και πιθανά και νέα. Εν μέσω των αυξημένων κινδύνων και των αβεβαιοτήτων που εκδηλώνονται γύρω από τη στασιμότητα στην ανάπτυξη της οικονομίας, ο κεντρικός τραπεζίτης της Ευρωζώνης τόνισε ότι «οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι ζωτικής σημασίας και θα πρέπει να εφαρμοστούν με ταχείς ρυθμούς, αξιόπιστα και αποτελεσματικά». Και αυτό γιατί μόνο έτσι θα ενισχυθούν η μελλοντική «βιώσιμη ανάπτυξη» και οι επενδύσεις.

Απόλυτα χαρακτηριστικές είναι και οι δηλώσεις του σημερινού πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα, σύμφωνα με τον οποίο, τα μέτρα της ΕΚΤ είναι «αναγκαία και ευπρόσδεκτα και προφανώς πρέπει να περιλαμβάνουν όλες τις χώρες».

Προγράμματα νομισματικής χαλάρωσης πρωτοεφαρμόστηκαν στην Ιαπωνία στις αρχές της περασμένης δεκαετίας (2000), χωρίς ωστόσο ιδιαίτερα αποτελέσματα σε ό,τι αφορά τους ρυθμούς της καπιταλιστικής ανάκαμψης. Μάλιστα, στην Ιαπωνία, και παρά τις αλλεπάλληλες «τονωτικές ενέσεις», σήμερα καταγράφεται η απόλυτη στασιμότητα. Αυτήν την πρακτική ακολούθησε το 2008 και η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (FED), η οποία πλέον έχει περάσει στη φάση της σταδιακής απόσυρσης των μέτρων της ποσοτικής χαλάρωσης. Στις ΗΠΑ, σήμερα εμφανίζονται αυξημένοι ρυθμοί ανάκαμψης σε σχέση με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Ωστόσο, είχαν προηγηθεί οι μαζικές κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί λαϊκής κατοικίας, η ερήμωση ολόκληρων περιοχών, φαινόμενα πάνω στα οποία χτίζεται σήμερα η όποια καπιταλιστική ανάπτυξη. Παράλληλα, η καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη στις ΗΠΑ, που ακολούθησε την κρίση, δε συνοδεύτηκε από αύξηση των μισθών και των εισοδημάτων των εργαζομένων, που συνεχίζουν να ζουν σε δεινή κατάσταση.

Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας, Μ. Ρέντσι, δηλώνει υπέρμαχος της «χαλάρωσης» στη δημοσιονομική πειθαρχία και τη συσχετίζει με την «αναπτυξιακή πολιτική». Καταγγέλλει ως «ξεπερασμένο» το στόχο για τα ελλείμματα, αλλά παράλληλα υπόσχεται να ικανοποιήσει τη σχετική «υπόδειξη» της Κομισιόν. Στο εσωτερικό της χώρας του, και με πρόσχημα την ανεργία των νέων, η κυβέρνησή του κλιμάκωσε την αντιλαϊκή πολιτική με την «τροποποίηση» της εργατικής νομοθεσίας που αφορά την προστασία των εργαζομένων από «καταχρηστικές απολύσεις». Ουσιαστικά, προωθεί την απελευθέρωση των απολύσεων. Από την πλευρά της, η γερμανική κυβέρνηση έσπευσε να επιβραβεύσει: «Θεωρούμε πολύ σημαντικό που η κυβέρνηση Ρέντσι προχωρά στη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας και τον υποστηρίζουμε». Κατά τα λοιπά, η διαμάχη των δύο μερών συνεχίζεται σε ό,τι αφορά το μείγμα της πολιτικής για την «ανάπτυξη» (του κεφαλαίου). Εκτός από την απελευθέρωση στην αγορά εργασίας, ο Ρέντσι προχώρησε και σε περικοπές 36 δισ. ευρώ σε δαπάνες που καλύπτουν λαϊκές ανάγκες.

Η κυβέρνηση της Γαλλίας του Φρ. Ολάντ ότι η Γαλλία θα τηρήσει όλες τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις που ανέλαβε την περασμένη άνοιξη, στο πλαίσιο των μέτρων της «προληπτικής εποπτείας» που ισχύει για όλα ανεξαιρέτως τα κράτη της ΕΕ. Το γαλλικό πακέτο περιλαμβάνει «μειώσεις φόρων και εισφορών υπέρ των εταιρειών, μειώσεις φόρων για τα νοικοκυριά, περιορισμό των δαπανών», όπως προσδιορίζονται στο πρόγραμμα σταθερότητας 2015 – 2017. Αλλά και περικοπές 50 δισ. ευρώ σε κοινωνικές δαπάνες.

Στασιμότητα και πιθανόν νέα καπιταλιστική κρίση

Την ίδια ώρα, καταγράφονται ρυθμοί στασιμότητας στην οικονομική δραστηριότητα, συνολικά στηνΕυρωζώνη, ενώ στο προσκήνιο παραμένουν οι αυξημένες αβεβαιότητες και τα ρίσκα του κεφαλαίου για παραπέρα επιδείνωση της κατάστασης. Ετσι, στον πυρήνα του «προβλήματος» δε βρίσκεται η φτηνή χρηματοδότηση των επιχειρηματικών ομίλων, αλλά η αδυναμία διοχέτευσης των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων σε νέες επενδύσεις, τέτοιες που να υπόσχονται ακόμη μεγαλύτερα κέρδη στους κεφαλαιοκράτες. Ταυτόχρονα, η διαδικασία στήριξης της καπιταλιστικής ανάκαμψης προϋποθέτει μπαράζ νέων αντεργατικών αναδιαρθρώσεων, μεγάλες «εξοικονομήσεις» στην κλίμακα της παραγωγής, τη διαμόρφωση ακόμη μεγαλύτερων επιχειρηματικών σχηματισμών στους νευραλγικούς κλάδους της οικονομίας. Και αυτό γιατί μόνο έτσι τα λιμνάζοντα και υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια θα μπορέσουν να διοχετευτούν σε επενδύσεις τέτοιες που να διασφαλίζουν κέρδη στα μονοπώλια.

Στην Ελλάδα, μέχρι και τα μέσα της περασμένης δεκαετίας, οι ρυθμοί της πιστωτικής επέκτασης (νέα δάνεια) έτρεχαν με ρυθμούς πάνω από 1 δισ. ευρώ το μήνα! Η «απελευθέρωση» του τραπεζικού δανεισμού, στις τότε συνθήκες, οδήγησε σε απογείωση των επιχειρηματικών κερδών, στην έκρηξη της κερδοφορίας του τραπεζικού κεφαλαίου, στη μείωση των κρατικών επιτοκίων. Οδήγησε, επίσης, στην απογείωση του κρατικού χρέους, που με τη σειρά του πήγε για κερδοφόρες επενδύσεις και για άλλα προνόμια στις μερίδες του κεφαλαίου. Μετά ήρθε η κρίση. Ταυτόχρονα, οδήγησε και στον υπερδανεισμό των λαϊκών νοικοκυριών, που έγιναν όμηροι στις διαθέσεις των τραπεζών, προκειμένου να ικανοποιήσουν ανάγκες τις οποίες δεν μπορούσαν να τις ικανοποιήσουν διαφορετικά, αφού το λαϊκό εισόδημα μειωνόταν συνεχώς.

Η «χαλάρωση» αφορά αποκλειστικά και μόνο στη διαχείριση των υποθέσεων του κεφαλαίου, στη διοχέτευση φρέσκου πακτωλού στους βιομηχάνους κ.ά., μέσω των τραπεζικών ομίλων. Αλλωστε, αυτό το ρόλο παίζουν στην οικονομία…

Ριζοσπάστης 31/1/2015