ΠΑΜΕ: «ΕΚΘΕΣΗ ΠΙΣΣΑΡΙΔΗ» ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ Ορισμένες πρώτες επισημάνσεις για το «νέο» μνημόνιο των αντιεκπαιδευτικών πολιτικών – Άρθρο του Α. Ζορμπά μέλος του Δ.Σ. της ΔΟΕ, εκλεγμένος με την «Αγωνιστική Συσπείρωση Εκπαιδευτικών»
Το τελευταίο διάστημα έχει δυναμώσει η συζήτηση για την επόμενη μέρα της πανδημίας, για τις «αλλαγές» που χρειάζεται να γίνουν ώστε να εξασφαλιστεί η ανάκαμψη και η σταθεροποίηση των κερδών του κεφαλαίου. Χωρίς ντροπή, η κυβέρνηση και η κυρίαρχη πολιτική αξιοποιούν την πανδημία και τα βάσανα του λαού μας ως «χρυσή ευκαιρία» για να περάσουν, με «ρυθμούς πολυβόλου», ανατροπές που αφορούν το σύνολο της ζωή μας.
Οπως έχει γίνει αρκετές φορές στο παρελθόν, ο «οδικός χάρτης» των αντεργατικών ανατροπών της επόμενης μέρας ντύνεται με τον μανδύα των «ειδικών», των «εμπειρογνωμόνων» και των «σοφών» που δήθεν τα πορίσματά τους δεν επιδέχονται κριτική. Και με αυτόν τον τρόπο προσπαθούν να εμφανίσουν ως μονόδρομο την πολιτική που τσακίζει τον λαό για τα κέρδη των λίγων.
Μια τέτοια προσπάθεια αποτελεί η «Εκθεση Πισσαρίδη», το νέο μνημόνιο, που αποτελεί έναν ακόμη κρίκο στη μεγάλη αλυσίδα των αναδιαρθρώσεων, που στόχο έχουν να εξασφαλίζουν όσο το δυνατόν απρόσκοπτα την ικανοποίηση των απαιτήσεων του μεγάλου κεφαλαίου. Από αυτήν τη συζήτηση δεν ξεφεύγει και ο χώρος της Παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της, τόσο ως ο χώρος από τον οποίο θα προέλθει η νέα γενιά των εργαζομένων, όσο και από την άποψη της δημοσιονομικής διαχείρισης, της μείωσης του κόστους για το κράτος.
Στο «σχέδιο Πισσαρίδη» επανέρχονται σχεδόν αυτούσιες όλες οι αντιδραστικές προτάσεις που απορρίφθηκαν μαζικά τα προηγούμενα χρόνια από εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές. Βρικολακιάζουν μέσα στο κείμενο οι νόμοι της Διαμαντοπούλου και του Αρβανιτόπουλου, η νομοθετική παρακαταθήκη που άφησε προίκα η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, συνολικότερα οι συστάσεις της ΕΕ και του ΟΟΣΑ.
Φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που επιδιωκόμενες αντιδραστικές αλλαγές στην Εκπαίδευση «ντύνονται» με τον μανδύα λέξεων που ακούγονται θετικά στον λαό (π.χ. «αυτονομία», «αξιολόγηση», «λογοδοσία» κ.ά.).
Αυτό δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στα κράτη – μέλη της ΕΕ, αλλά και σε άλλα καπιταλιστικά κράτη, η αστική στρατηγική για την Εκπαίδευση αξιοποιεί τις ίδιες ή και παραπλήσιες λέξεις, για να επιταχύνει πιο βαθιές αντιδραστικές αλλαγές και κυρίως για να επιτύχει την πολυπόθητη κοινωνική συναίνεση στην πολιτική των κυβερνήσεων. Και η αλήθεια είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις αυτό έχει επιτευχθεί. Με λίγα λόγια, η αυτονομία, η αξιολόγηση και άλλες όμορφες λεξούλες είναι υπαρκτή πραγματικότητα με χρόνια εφαρμογής και αντίστοιχων συνεπειών.
Για παράδειγμα, η αξιολόγηση, η λογοδοσία, η διασφάλιση της ποιότητας στα σχολεία δεν έχουν επιλύσει τα κύματα λειτουργικά αναλφάβητων στα αστικά κράτη. Δεν έχουν αντιμετωπίσει την επέλαση ανορθολογικών αντιλήψεων που αναπαράγονται και μέσα στα σχολεία. Στα «αξιολογημένα» σχολεία, τα φαινόμενα του σχολικού εκφοβισμού «ζουν και βασιλεύουν»…
Παράλληλα, τα «αυτόνομα σχολεία», που επί της ουσίας είναι ακόμα πιο στενά δεμένα με τις οικονομικές δυνατότητες της κάθε οικογένειας, προσλαμβάνουν τους «αξιολογημένους» εκπαιδευτικούς με διαφορετικά επίπεδα πτυχίων, χωρίς – πολλές φορές – ούτε καν το minimum του πανεπιστημιακού πτυχίου. Υπάρχει δηλαδή ένα εκπαιδευτικό δυναμικό που είναι και με τη βούλα – της αυτονομίας και της συνακόλουθης διαφοροποίησης – πολλών ταχυτήτων. Παρέχοντας έτσι και μόρφωση πολλών ταχυτήτων.
Με λίγα λόγια, η διεθνής πείρα φανερώνει την αντιλαϊκή βεντάλια που βάζει στο στόχαστρο τα μορφωτικά δικαιώματα των παιδιών, τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών, τον οικονομικό στραγγαλισμό τις λαϊκής οικογένειας που θα πασχίζει να μορφώσει τα παιδιά της, το ίδιο το περιεχόμενο της μόρφωσης.
Στην «Εκθεση Πισσαρίδη», περιγράφονται τόσο οι λεγόμενες «αγκυλώσεις» που υπάρχουν στην εκπαιδευτική πραγματικότητα, όσο και οι προτάσεις με τις οποίες θα ξεπεραστούν.
Οι εκτιμήσεις ότι το εκπαιδευτικό σύστημα είναι «εξαιρετικά συγκεντρωτικό», «η αυτονομία των εκπαιδευτικών μονάδων όλων των βαθμίδων είναι περιορισμένη», ότι «υπάρχει παντελής απουσία αξιολόγησης» (σελ. 75), αναφέρονται ως βασικές αιτίες οι οποίες κρατάνε την Παιδεία σε χαμηλό επίπεδο. Η αλήθεια με τα πόδια επάνω και το κεφάλι κάτω. Εδώ και 20 χρόνια, χρησιμοποιώντας την ίδια «καραμέλα», νομοθετούν προς αυτή την κατεύθυνση. Ηδη υπάρχει πείρα για το τι σημαίνει «αυτονομία των σχολικών μονάδων» με το στραγγάλισμα της χρηματοδότησης των Σχολικών Επιτροπών, τις ελλείψεις ακόμα και αναλώσιμων υλικών, τη μεταφορά πολλών πλευρών της λειτουργίας των σχολείων στους ίδιους τους γονείς ή στην αναζήτηση χορηγιών.
Εν μέσω πανδημίας, αυτό το σχολείο στάθηκε αδύναμο να στηρίξει ενιαία όλους τους μαθητές. Για παράδειγμα, χιλιάδες μαθητές έμειναν χωρίς πρόσβαση στη λεγομένη «τηλεκπαίδευση» εξαιτίας της έλλειψης των μέσων. Η κυβέρνηση δεν ανέλαβε την κρατική ευθύνη, αλλά μετέφερε το πρόβλημα στα ίδια τα σχολεία, στους εκπαιδευτικούς και τους γονείς. Αυτό εννοούν με την έννοια της «αυτονομίας», το κράτος να απαλλάσσεται από την ευθύνη του ενιαία και καθολικά να εξασφαλίζει τη μόρφωση των μαθητών.
Στις «αγκυλώσεις» εμφανίζεται το γεγονός ότι «το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών είναι δημόσιες» (σελ. 75). Συμπέρασμα; Είναι παρωχημένο, για την κυρίαρχη πολιτική, η Παιδεία να χρηματοδοτείται αποκλειστικά και γενναία από τον κρατικό προϋπολογισμό. Δίνει το πράσινο φως για μεγαλύτερη μείωση των δαπανών για τις πάγιες ανάγκες λειτουργίας των σχολείων, εγκατάλειψή τους στην τύχη τους. Ηδη, η κυβέρνηση της ΝΔ έσπευσε να μειώσει τον κρατικό προϋπολογισμό για την Παιδεία κατά 1,17% για το 2021. Φυσικά, επειδή οι ανάγκες για τη λειτουργία μιας σχολικής μονάδας δεν θα πάψουν να υπάρχουν, θα κληθούν οι γονείς και οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί να πληρώσουν το «μάρμαρο», ακόμα και για τα στοιχειώδη, ή να ψάχνουν εναγωνίως για χορηγούς.
Αγκύλωση θεωρεί η έκθεση τον τρόπο πρόσληψης των εκπαιδευτικών που βασίζεται στην αποκτημένη γνώση που επικυρώνεται στο πανεπιστημιακό πτυχίο! Αποτελεί δηλαδή κυνική παραδοχή ότι το να τελειώνεις το Πανεπιστήμιο και με εφόδιο το πτυχίο να καθίστασαι ικανός για εργασία είναι παρωχημένο! Η παραπάνω θέση αποτελεί τη φυσική εξέλιξη του «νόμου Γαβρόγλου» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αφού πλέον η πρόσληψη κάποιου ως εκπαιδευτικού απαιτεί ένα αέναο κυνήγι προσόντων, πιστοποιήσεων ώστε να έχει την ελπίδα ότι θα δουλέψει ως αναπληρωτής, στην καλύτερη περίπτωση για 9 μήνες το χρόνο. Επιπλέον, στις προτάσεις ξεκάθαρα αναφέρεται πως απαιτείται «καλύτερη επιλογή», γραπτές εξετάσεις, κίνητρα συνεχούς βελτίωσής τους, δηλαδή συνέχιση της εργασιακής ανασφάλειας, μεγαλύτερο και διαρκές κυνήγι προσόντων! Ανοίγουν το δρόμο για νέες ανακατατάξεις στους πίνακες των αναπληρωτών, για νέες απολύσεις μέσω της εισαγωγής γραπτών εξετάσεων και ψυχομετρικών τεστ!
Χωρίς καμία ντροπή, οι «ειδικοί», μέσω της «έκθεσης», ομολογούν κυνικά την «ανάγκη» νέου γύρου συγχωνεύσεων/καταργήσεων τμημάτων και σχολικών μονάδων, αφού «παρά τις όποιες συνενώσεις εκπαιδευτικών μονάδων που έγιναν στα χρόνια της κρίσης, το μέσο μέγεθος των εκπαιδευτικών μονάδων παραμένει ιδιαίτερα μικρό» και επιπλέον υπάρχει «χαμηλός αριθμός ωρών διδασκαλίας των Ελλήνων εκπαιδευτικών σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους» (σελ. 77). Δηλαδή, είναι μικρός ο αριθμός μαθητών ανά τάξη, ακόμα και τώρα που πρόσφατα αυξήθηκε (!) στους 25 μαθητές στην Πρωτοβάθμια (αντί φυσικά να μειώνεται, το οποίο είναι παιδαγωγικά ορθό). Η λογική αυτή θυμίζει τον μέσο όρο των 17 μαθητών της κ. Κεραμέως, που παραβλέπει σκόπιμα ότι στην Ελλάδα υπάρχουν τμήματα σε νησιά με 2 και 3 μαθητές και χιλιάδες άλλα τμήματα στα αστικά κέντρα με 25 μαθητές!
Εν μέσω πανδημίας, αν κάτι έγινε φανερό, είναι ότι τα πολυπληθή τμήματα σε αίθουσες – κλουβιά είναι μια ανθυγιεινή και αντιπαιδαγωγική πραγματικότητα. Ολο αυτό το διάστημα, η κυβέρνηση επιλέγει να κρατάει κλειστά τα σχολεία, να συνθλίβει τα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών, γιατί θεωρεί κόστος τη δημιουργία νέων αιθουσών και τις προσλήψεις εκπαιδευτικών και οι «σοφοί» της όχι απλά την επικροτούν, αλλά την παροτρύνουν να αυξήσει κι άλλο τους μαθητές στις αίθουσες!
Οσο για τις ώρες εργασίας, ξεκάθαρα γίνεται προσπάθεια να εξισωθεί το διδακτικό με το εργασιακό ωράριο με στόχο τις απολύσεις αναπληρωτών, την ακόμα μεγαλύτερη μείωση του προσωπικού στα σχολεία.
Ξεκάθαρες είναι και οι στοχεύσεις της λεγόμενης αποκέντρωσης και αξιολόγησης. Εννοιες οι οποίες μπορεί να ακούγονται εύηχες, αλλά η ουσία τους και το πού αποσκοπεί η εφαρμογή τους είναι εφιάλτης για τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς, τις λαϊκές οικογένειες.
Η αποκέντρωση, η οποία αποτελεί διακηρυγμένο στόχο εδώ και τουλάχιστον 2 δεκαετίες, θα οδηγεί τις εκπαιδευτικές μονάδες «να διαμορφώσουν τη λειτουργία της κάθε μονάδας ανάλογα με τις τοπικές ανάγκες και ευκαιρίες» (σελ. 79). Η παραπάνω πρόταση αποτελεί κατεύθυνση που υπηρέτησαν πιστά όλες οι κυβερνήσεις, ιδίως από το 2010 και έπειτα, γυρνώντας την πλάτη στη σύγχρονη ανάγκη όλα τα παιδιά να έχουν ενιαίο, σύγχρονο πρόγραμμα σπουδών και η όποια αναγκαία αυτονομία της σχολικής μονάδας να μην γίνεται δούρειος ίππος για την κατηγοριοποίησή τους, κάτι το οποίο υπονομεύει τα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών.
Είναι υποκριτική η αναφορά που πολλές φορές ακούγεται τόσο από την κυβέρνηση της ΝΔ όσο και από τους υπουργούς Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ για τη γραφειοκρατία που υπάρχει στα σχολεία. Αν το πρόβλημα ήταν πόσες υπογραφές θα μπουν για μια εκδρομή ή μια εκπαιδευτική επίσκεψη ενός σχολείου, θα μπορούσε να λυθεί άμεσα. Οπως λύνονται με μια υπογραφή η κρατική επιχορήγηση επιχειρηματικών ομίλων, οι απευθείας αναθέσεις έργων εκατομμυρίων ευρώ.
Από αυτή την κατάσταση δεν ξεφεύγουν και οι εκπαιδευτικοί, αφού στο πλαίσιο της αποκέντρωσης, η Τοπική Διοίκηση καλείται να αναλάβει αναβαθμισμένα καθήκοντα, «όπως ιδίως η διαχείριση του κύριου και βοηθητικού προσωπικού των σχολικών μονάδων» (σελ. 79)! Ομολογούν ότι στόχο έχουν οι προσλήψεις των εκπαιδευτικών να περάσουν στην αρμοδιότητα της Τοπικής Διοίκησης!
Απαραίτητη προϋπόθεση όλων των παραπάνω είναι η «αξιολόγηση», εσωτερική και εξωτερική, η οποία θα συνδέεται μισθολογικά/ βαθμολογικά (θετικά και αρνητικά κίνητρα, όπως ακριβώς και στο νόμο Βερναρδάκη/ΣΥΡΙΖΑ!), θα σχετίζεται με τις επιδόσεις των μαθητών, τους στόχους κάθε σχολικής μονάδας και μάλιστα ρόλο θα έχουν και οι γονείς. «Τα αποτελέσματα θα δημοσιοποιούνται και θα παρουσιάζονται συγκριτικά (σελ. 80)». Με απλά λόγια, η αξιολόγηση με βάση τα «μαθησιακά αποτελέσματα» που εκφράζουν εν πολλοίς τις διαφορετικές κοινωνικές και μορφωτικές αφετηρίες των μαθητών, θα διαμορφωθούν σχολεία πολλών ταχυτήτων, θα εντείνεται παραπέρα η ταξική ανισότητα στην πρόσβαση στη μόρφωση, από ακόμα πιο νωρίς θα μπαίνουν οι ταμπέλες σε σχολεία «καλά» και «κακά», που έχουν μαθητές που «παίρνουν» και μαθητές που «δεν παίρνουν τα γράμματα»…
Τέλος, η έννοια του «εξορθολογισμού πόρων» σημαίνει νέο ψαλίδι δαπανών, μιας και «η σύγκλιση του διδακτικού και εργασιακού ωραρίου των εκπαιδευτικών, η αναδιάρθρωση του ημερήσιου ωραρίου λειτουργίας (διάρκεια διδακτικών ωρών και διαλειμμάτων), καθώς και η αύξηση του μεγέθους των τάξεων (με αύξηση του ελάχιστου αριθμού μαθητών ανά τάξη)» (σελ. 84) αποτελούν πλήρη ομολογία ότι η υποχρηματοδότηση της Παιδείας θα λυθεί με το να αυξηθούν κι άλλο οι μαθητές ανά τμήμα, με το να γίνουν νέες συγχωνεύσεις, να δουλεύουν λιγότεροι εκπαιδευτικοί και με μεγαλύτερη εντατικοποίηση!
Οι εργαζόμενοι, η νεολαία, τα φτωχά λαϊκά στρώματα θα απαντήσουμε σε αυτή τη νέα επίθεση εφ’ όλης της ύλης, που αφορά την ίδια μας τη ζωή σε όλες τις πλευρές της. Για αυτό, σε αυτές τις συνθήκες, σε αυτή την περίοδο, η οποία δεν επιλέχθηκε τυχαία από την κυβέρνηση, η «Εκθεση Πισσαρίδη» θα πρέπει να πεταχτεί στο καλάθι των αχρήστων από τον λαό. Χρειάζεται ταυτόχρονα να δυναμώνει ο αγώνας για μόρφωση, δουλειά και ζωή με βάση τις σύγχρονες δυνατότητες της εποχής μας.
Δάσκαλος, μέλος του ΔΣ της ΔΟΕ, εκλεγμένος με την «Αγωνιστική Συσπείρωση Εκπαιδευτικών»
ΑπάντησηΠροώθηση
|